- χαμαιδικαστής
- χᾰμαι-δῐκαστής, οῦ, ὁ, = Lat.A judex pedaneus, Lyd.Mag.3.8: hence [suff] χᾰμαι-δῐκαστέω, fill this office, PLips.64.30 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιδικαστής — judex pedaneus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιδικαστής — ὁ, Α κατώτερος δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + δικαστής] … Dictionary of Greek
χαμαιδικασταί — χαμαιδικαστής judex pedaneus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδάνεος — ὁ Α κατώτερος δικαστής, χαμαιδικαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pedaneus (iudex) «χαμαιδικαστής» (< pes, pedis «πόδι»)] … Dictionary of Greek
χαμαιδικαστώ — έω, Α [χαμαιδικαστής] είμαι χαμαιδικαστής* … Dictionary of Greek
χαμαιδικαστάς — χαμαιδικαστά̱ς , χαμαιδικαστής judex pedaneus masc acc pl χαμαιδικαστά̱ς , χαμαιδικαστής judex pedaneus masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДЬЯ — • Iudex. I. В общем смысле: 1. обозначает должностное лицо как в древнейшую пору Римской республики (когда даже консулы назывались iudices), так и в императорскую эпоху, когда стали различать iudices civiles и militares. Другие… … Реальный словарь классических древностей
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek